Δευτέρα 29 Ιανουαρίου 2007

Εκπαίδευση και γνώση ως δημόσια αγαθά

Πολλοί από εσάς θέσατε το θέμα αν η εκπαίδευση και γενικότερα η γνώση είναι δημόσιο αγαθό και σε ποιο βαθμό έχουν εμπορική αξία.

Καταρχήν να συμφωνήσω με το Θέμη Λαζαρίδη στο ότι η απουσία διδάκτρων σαφώς δεν εγγυάται αυτόματα τις ίδιες ευκαιρίες στην εκπαίδευση. Αντιγράφω την τοποθέτηση μου στο «Βαμπίρ και Κανίβαλοι» (σ. 168-9):

«Kαλούμαστε εδώ να διασταυρώσουμε τις δημόσιες αξίες που συνδέονται με το δημόσιο λειτούργημα και με την ιδιότητα του πολίτη, με κοινωνικές αξίες όπως είναι η ισότητα των ευκαιριών και πιο ιδιωτικές, ατομικές αξίες όπως είναι να κάνεις καριέρα, να κερδίσεις χρήματα, να γίνεις αναγνωρίσιμος. H γνώση λοιπόν είναι δημόσιο αγαθό αλλά και ένα ιδιόρρυθμο εμπόρευμα με κόστος και αξία ιδιαίτερα σε μια κοινωνία της γνώσης και της πληροφορίας. Tο πρώτο χαρακτηριστικό, το δημόσιο αγαθό, έχουν την τάση να το λησμονούν όσοι αφελώς ισχυρίζονται ότι αρκεί να λειτουργήσουν οι νόμοι της ελεύθερης αγοράς, όπως ας πούμε στα απορρυπαντικά, και το σύστημα αυτόματα θα επαναδιευθετηθεί μέσα από τον ανταγωνισμό προς τα πάνω και θα πιάσει υψηλά ποιοτικά standards. Aυτό πουθενά δεν συνέβη και βέβαια δεν βασίζεται σ’ ένα μονοδιάστατα αγοραίο μηχανισμό η αδιαμφισβήτητη επιτυχία των Aμερικανών τουλάχιστον στα καλά πανεπιστήμιά τους. Tο δεύτερο, το γνώση-ιδιόρρυθμο εμπόρευμα, σοκάρει όλους τους κρατικιστές, αριστερούς ή δεξιούς, που κλείνουν τα μάτια στην πραγματικότητα και προσποιούνται με τυφλά ιδεολογική ότι δεν βλέπουν τι δουλεύει και τι δεν δουλεύει στην ευρωπαϊκή και διεθνή πραγματικότητα της εκπαίδευσης».


Αναφορικά με τα προβλήματα και τις αντιθέσεις ανάμεσα στην προσβασιμότητα, την ποιότητα και την δαπάνη για την παιδεία θα αντιγράψω από το «Θηλυκό Πόκερ» αυτή τη φορά (σ.259-62):

«Πως λύνεται αυτή η αντίθεση στην προοδευτική Ελλάδα με τα υποτιθέμενα «δωρεάν!» και «δημόσια» συστήματα; Είμαστε πρώτοι στην Ευρώπη, δεύτεροι στον κόσμο μετά τις ΗΠΑ στις ιδιωτικές δαπάνες για υγεία! Και μάλιστα δίχως ορατή εναλλακτική λύση, στην πράξη εννοώ, όχι στα λόγια. Η παρατήρηση της Μόκα για την υγεία μας οδηγεί σ’ ένα πεδίο που το ζω άμεσα, την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Στα συστήματα αποκλειστικής δημόσιας χρηματοδότησης υπάρχουν τρία δεδομένα τα οποία εναρμονίζονται μόνο στο επίπεδο ενός σχιζοειδούς ή υποκριτικού πολιτικού λόγου: ο αριθμός των φοιτητών δηλαδή η μαζική ή και καθολική προσβασιμότητα – η ποιότητα της διδασκαλίας και της έρευνας – οι σοβαροί περιορισμοί στη κρατική χρηματοδότηση. Εδώ υπάρχουν αντιθέσεις. Πώς επιλύονται; Το ελληνικό πολιτικό σύστημα κυνικά συνδυάζει την καθολικότητα περίπου της πρόσβασης με την ακραία χρόνια υποχρηματοδότηση με αποτέλεσμα τη χαμηλή ποιότητα διδασκαλίας και έρευνας στο μέσο όρο των Ιδρυμάτων. Εδώ δεν υπάρχουν πολλές επιλογές: ή αυξάνεις γενναία τη κρατική χρηματοδότηση, αν μπορείς βέβαια, όχι στο γνωστό μπλα-μπλα, ή αναζητάς συμπληρωματικά νέους εναλλακτικούς πόρους ή μειώνεις δραστικά την προσβασιμότητα, κάτι που βέβαια δεν είναι κοινωνικά ανεκτό. Η δυσάρεστη πραγματικότητα είναι ότι το κόστος ανά φοιτητή είναι πολύ χαμηλό στα συστήματα αποκλειστικής κρατικής χρηματοδότησης σε σχέση με αυτά της ευρωπαϊκής μικτής χρηματοδότησης ή της ιδιόρρυθμης μικτής αμερικάνικης των ελίτ μη κρατικών μη κερδοσκοπικών Πανεπιστημίων. Πώς επιχειρεί να λύσει αυτή την αντίθεση η Ευρώπη με ορισμένες ποσοτικές και κοινωνικά ποιοτικές παραλλαγές; Βασική κρατική χρηματοδότηση στηριγμένη στη γενική φορολογία συν εναλλακτικοί πόροι (συμβόλαια έρευνας, προγράμματα επιμόρφωσης και δια βίου μάθησης κ.λπ.) συν μικρή συμμετοχή των άμεσα ωφελημένων, δηλαδή των σπουδαστών, ανάλογα με την οικονομική τους κατάσταση. Οι οικονομικά αδύνατοι δεν πληρώνουν. Οι άλλοι καλύπτουν αυτή τη συμμετοχή με τακτική ετήσια πληρωμή ή με τις μαζικές υποτροφίες με κάποιες προϋποθέσεις ή με μακροπρόθεσμο ευνοϊκό δανεισμό με κρατική στήριξη και εγγύηση».

«… στην Ευρώπη, τα εγγυημένα φοιτητικά δάνεια για την καταβολή διδάκτρων τα ξεκίνησε πριν είκοσι και πάνω χρόνια, σε μαζική κλίμακα η σουηδική σοσιαλδημοκρατία. Στη συνέχεια με βάση την πείρα περιόρισε την έκταση τους και στηρίχτηκε αναλογικά περισσότερο στη χρηματοδότηση από τη φορολογία. Αντίθετα η Βρετανία που είχε σχεδόν αποκλειστικά κρατική χρηματοδότηση προχώρησε στην υιοθέτηση του συστήματος των δανείων για την κάλυψη της φοιτητικής συμμετοχής, που καλύπτει ένα σχετικά μικρό ποσοστό του κόστους των σπουδών ανάλογα βέβαια με το ίδρυμα. Υπάρχει δηλαδή μια αντίθετη κίνηση και συνάντηση των ευρωπαϊκών συστημάτων σ’ ένα σημείο ισορροπίας. Οι Αυστραλοί τράβηξαν, όπως σ’ όλα, στα άκρα τον δανεισμό. Αν έχεις κάτω από το μέσο εισόδημα δεν πληρώνεις. Το ίδιο αν εξασφαλίσεις υποτροφία. Διαφορετικά ή πληρώνεις τοις μετρητοίς με μεγάλη έκπτωση ή παίρνεις δάνειο με μηδέν επιτόκιο, επιχορηγούμενο από το κράτος, και πληρώνεις μέσα από την άμεση φορολογία στο μέλλον ανάλογα με το φορολογητέο εισόδημά σου σε τρεις κλίμακες: το 1% αυτού του μηνιαίου εισοδήματος, το 2% ή το 3%. Δηλαδή δεν υπάρχει καθορισμένη χρονική διάρκεια αποπληρωμής του δανείου όπως σ’ άλλα συστήματα για να μπορείς να βρεθείς χρεωμένος ενώ είσαι άνεργος ή χαμηλόμισθος. Τα δάνεια έχουν ρίσκο όχι μόνο για τον δανειζόμενο αλλά και τον δανειστή. Το ερώτημα είναι αν θα τα χορηγεί ένα δημόσιο fund όπως στην Αμερική, το οποίο όμως υπόκειται στους περιορισμούς του κρατικού προϋπολογισμού με αποτέλεσμα να περιορίζεται ο αριθμός των δανείων ή αν θα χορηγούνται από τις εμπορικές τράπεζες στα πλαίσια ειδικής μακροπρόθεσμης σύμβασης με το κράτος για την επιχορήγηση του επιτοκίου τους. Εμείς στην Ελλάδα δεν έχουμε ανάλογα βάσανα».

Για την ελληνική δωρεάν παιδεία έχω να παραθέσω το ακόλουθο (Θηλυκό Πόκερ, σ.261):

«Θα σας δώσω όμως μια εικόνα την οποία βιώνω σαν αποτυχία της δημοκρατίας, των κυβερνήσεων και των κομμάτων, αποτυχία της γενιάς μου που αγωνίστηκε για κοινωνική δικαιοσύνη, αποτυχία και προσωπική σαν ένας άνθρωπος της αριστεράς από πάμπτωχη οικογένεια που συμμετείχε στον αντιδικτατορικό αγώνα. Αμφιθέατρο του Πολυτεχνείου και της Ιατρικής σε δύο σκηνές περίπου οι ίδιες με διαφορά 35 χρόνων, 1971 - 2006. Ρωτώ: «πόσοι από σας έχετε γονείς μηχανικούς ή γιατρούς;» Το 2006 σήκωσε το χέρι της η πλειοψηφία. «Πόσοι από σας έχουν γονείς με τριτοβάθμια εκπαίδευση;» Το 2006 σχεδόν όλοι, το 1971 η μειοψηφία. «Πόσοι από σας έχουν γονείς εργάτες, αγρότες, μικροεπαγγελματίες ή υπαλλήλους μη απόφοιτους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης;» Το 1971 ήταν ένα μεγάλο ποσοστό, ενώ τώρα σχεδόν ανύπαρκτο. Αυτό το δείγμα σε σχολές υψηλής ζήτησης επιβεβαιώνει ότι το σύστημα έγινε πιο ταξικό κι όχι μόνο ότι αυξήθηκαν οι απόφοιτοι Πανεπιστημίου στην ελληνική κοινωνία. Στην πραγματικότητα οι φτωχοί μισθωτοί πληρώνουν την πιο ακριβή και με καλύτερη επαγγελματική προοπτική εκπαίδευση των σχετικά πιο εύπορων στρωμάτων τα οποία άλλωστε βρίσκονται στον ένα ή τον άλλο βαθμό, σε κλάδους με υψηλά ποσοστά φοροδιαφυγής. Αυτή η μορφή του «δωρεάν» είναι αρκετά ταξική και άνιση.»

Και κάτι τελευταίο. Έλαβα πρόσφατα ένα email από την «Μαίρη Παναγιωταρά» με τις σκέψεις τις πάνω στο Θηλυκό Πόκερ που με συγκλόνισε.

Της ζήτησα να μου επιτρέψει να το δημοσιεύσω στο ιστολόγιό μου και δέχθηκε. Μπορείτε να το δείτε εδώ.

Τετάρτη 17 Ιανουαρίου 2007

Σε ρήξη με το πολιτικό σύστημα για την Ανώτατη Εκπαίδευση

Το παρακάτω ξεκίνησε σαν απάντηση σε σχόλιο του Θέμη Λαζαρίδη. Στη μέση όμως μετατράπηκε σε κανονικό post.

Στα τρία τελευταία βιβλία μου αλλά και σε δέκα χρόνια ραδιοφωνικών εκπομπών έχω προσδιορίσει ως στρατηγική προτεραιότητα το ριζικό ανασχηματισμό του δημοσίου πανεπιστημίου.

Το κράτος ως βασικός χρηματοδότης διεγείρει τον ανταγωνισμό ποιότητας ανάμεσα στα πανεπιστημιακά ιδρύματα τα οποία αποκτούν πλήρη χρηματοοικονομική αυτονομία, πέρα της ακαδημαϊκής και διοικητικής ανεξαρτησίας. Λειτουργούν σαν να ήταν μη κρατικά, μη κερδοσκοπικά ιδρύματα σε μία sui generis «εσωτερική αγορά» δημόσιου ή ημιδημόσιου χαρακτήρα. Το κράτος συνάπτει τριετή προγραμματικά συμβόλαια με τα πανεπιστήμια στα οποία ενσωματώνονται οι στόχοι της ποιότητας και τα στάνταρντ ποιότητας. Έτσι συνδέεται η χρηματοδότηση με τα τελικά αποτελέσματα σε ποιότητα διδασκαλίας, βασικής και εφαρμοσμένης έρευνας.

Τα ιδρύματα είναι ελεύθερα να αξιοποιούν με σύγχρονα χρηματοοικονομικά εργαλεία την περιουσία τους, να αναζητούν χορηγούς και χρηματοδότες με σχετικά συμβόλαια, ειδικά για την έρευνα, με μοναδικό περιορισμό τη διαφύλαξη της ακαδημαϊκής και επιστημονικής τους ανεξαρτησίας.

Γι΄ αυτό το στρατηγικό στόχο θα έπρεπε να επιδιώξουμε τη μέγιστη δυνατή πολιτική και κοινωνική συναίνεση. Η παρεμβολή της συνταγματικής συζήτησης για το άρθρο 16 δίχως να έχει προηγηθεί η αφετηρία έστω αυτής της μεταρρύθμισης διασπά το μέτωπο, ενισχύει τΙς αντιμεταρρυθμιστικές δυνάμεις και δημιουργεί, καλώς ή κακώς, την εντύπωση σε τμήμα της νεολαίας ότι το πολιτικό σύστημα ‘στρίβει δια του αρραβώνος’, εγκαταλείποντας στην τύχη τους τα δημόσια πανεπιστήμια, μειώνοντας περαιτέρω την ισότητα των ευκαιριών και δυνατοτήτων μέσα από το εκπαιδευτικό σύστημα.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ο χώρος του ΠΑΣΟΚ ,περίπου στο 100%, συσπειρώνεται στο δίπολο «μεταρρύθμιση – χρηματοδότηση». Στην άμεση ψήφιση του άρθρου 16 όμως χωρίζεται, όπως δείχνουν τα γκάλοπ, στη μέση.

Θα έχουμε το ηθικό και πολιτικό δικαίωμα, με την ευρύτερη συναίνεση, να αλλάξουμε το άρθρο 16 εφόσον θα έχει αποφασιστεί η μεταρρύθμιση στα δημόσια πανεπιστήμια σε δύο σημεία:

1) Αναγνωρίζονται τα υφιστάμενα πανεπιστήμια ως ειδικού νομικού τύπου ιδρύματα δημόσιου χαρακτήρα ώστε να αποδεσμευθούν πλήρως από το δημόσιο λογιστικό και την υπαγωγή τους στην κρατική γραφειοκρατία. Με τον τρόπο αυτό εξυπηρετούνται οι απαιτήσεις αυτονομίας που ανέφερα προηγουμένως.

2) Αίρεται η συνταγματική απαγόρευση για την ίδρυση μη κρατικών, μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων εφόσον, με σχετική πιστοποίηση, διαθέτουν τα ίδια ακαδημαϊκά και επιστημονικά στάνταρντ με τα υφιστάμενα πανεπιστήμια.

Συνεπώς προσωπική μου γνώμη είναι ότι πρέπει να δοθεί χρόνος στο πολιτικό σύστημα ώστε να εξασφαλιστεί η μέγιστη δυνατή εμπιστοσύνη όλων των ενδιαφερομένων και η επόμενη Βουλή να αποφασίσει με την συναίνεση των 180 τουλάχιστον βουλευτών την σχετική αλλαγή του άρθρου 16 και την διατύπωση του εκτελεστικού νόμου για την εφαρμογή του.


Επίσης προσωπικά θεωρώ μία ακόμη αποτυχία του πολιτικού συστήματος τον τρόπο με τον οποίο άνοιξε η συζήτηση για το άρθρο 16 και συνολικά το γεγονός ότι κάθε τετραετία αλλάζει το Σύνταγμα. Μπροστά στην ανικανότητά του να επιλύσει τα μεγάλα διαρθρωτικά προβλήματα στην ελληνική κοινωνία τα μεταμορφώνει σε συνταγματικά, τα μεταφέρει στη σφαίρα των νομικών ψευδαισθήσεων.

Είμαι σε ρήξη με τον τρόπο που συνολικά το πολιτικό σύστημα διαχειρίστηκε και διαχειρίζεται το πρόβλημα της ανώτατης εκπαίδευσης και αυτό αφορά και τα κόμματα που άσκησαν εξουσία και τα δύο κόμματα της Αριστεράς που είτε λένε όχι στις αλλαγές, είτε ταυτίζονται με τις πιο συντηρητικές συντεχνιακές απόψεις.

Δευτέρα 8 Ιανουαρίου 2007

Τι χάνουμε και τι κερδίζουμε στην τέχνη της συζήτησης

To τελευταίο «TIME» του 2006, με τον καθρέπτη στο εξώφυλλο, ανακηρύσσει όλους μας ως «άτομα της χρονιάς». Η τέχνη, η πολιτική, το εμπόριο, μεταμορφώνονται μέσα από το ψηφιακό περιεχόμενο που δημιουργούμε οι ίδιοι οι χρήστες του Διαδικτύου, ενεργοί πολίτες μίας ψηφιακής δημοκρατίας.

Ας διερωτηθούμε μεταξύ μας τι κερδίζουμε και τι χάνουμε μέσα από τη blogoσφαιρα. Το τι κερδίζουμε είναι προφανές. Έχει ξεκινήσει ένα κύμα άμεσης επικοινωνίας και ελεύθερης ανταλλαγής ιδεών χωρίς προηγούμενο, μία πραγματική επανάσταση στη ζωή μας.

Όμως ας αναλογιστούμε πώς εξελίσσεται η τέχνη της συζήτησης μέσα στην ιστορία.
Δε χρειάζεται να φθάσουμε μέχρι την αγορά της αρχαίας Ελλάδας, απλά σκεφθείτε τρία είδη συζήτησης.

Ένα βραδινό γεύμα με μεγάλη παρέα που εξελίσσεται σε ένα αληθινό ‘μπαλέτο’ συνομιλίας με τη χάρη, την έκπληξη, τον υπαινιγμό, το χιούμορ, την ανταλλαγή των βλεμμάτων, το φλερτ, την κακία, το επιχείρημα. Κάποτε, στα «μεγάλα» σαλόνια επιλεγόταν η σύνθεση των καλεσμένων με τέτοιο τρόπο ώστε να εξελιχθεί η συζήτηση σε υψηλή τέχνη και να προσφέρει μεγάλη απόλαυση στους συνομιλητές.

Πάμε σε ένα λαϊκό καφενείο, με το θαύμα του αυθορμητισμού, του παιγνιώδους καθημερινού πολιτισμού, της επιχειρηματολογίας για τους ποδοσφαιρικούς αγώνες ως και την πολιτική. Πάμε τώρα στις παλιές γυναικείες κουβέντες, τους ψιθύρους και τα κουτσομπολιά γύρω από έναν καφέ και γλυκά του κουταλιού.

Τι από όλα αυτά διασώζει ή ανανεώνει η blogoσφαιρα; Υπάρχει κάτι που χάνεται ή μπορούμε να κατακτήσουμε έναν ιδανικό συνδυασμό τους, ίσως μία αλληλοτροφοδότηση όλων των μορφών συζήτησης;

Σε άλλες εποχές ένας διανοούμενος σαν το Νίκο Δήμου θα ήταν ο ιδανικός προσκεκλημένος σε βραδινό γεύμα ή σε ένα διανοητικό ή καλλιτεχνικό καφενείο του 18ου, 19ου και 20ου αιώνα. Στον 21ο τον βρίσκουμε ίσως βυθισμένο στη συζήτηση στο Διαδίκτυο.

Προσωπικά εκμεταλλεύτηκα την τεχνική συζήτησης της blogoσφαιρας και σε δύο βιβλία μου, στο «Μν» και στο «Θηλυκό Πόκερ». Πολλοί θα πουν ότι όλα αυτά είναι απλώς η τέχνη του Πλάτωνα και άρα δεν αφορούν μόνο τις εκάστοτε κυρίαρχες μορφές και τεχνικές της επικοινωνίας όσο τον βαθύτερο πυρήνα της ιδιοσυστασίας ύπαρξης του ανθρώπου.

Το ερώτημα όμως παραμένει: τί χάνεται, τί κερδίζεται; Σίγουρα δεν είναι σχέση μηδενικού αθροίσματος.